Χάλστατ

Χάλστατ
(Hallstatt). Τοποθεσία επί της ομώνυμης λίμνης, κοντά στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας, όπου εξερευνήθηκε, από τα μέσα του 19ου αι. έως σήμερα, μια προϊστορική νεκρόπολη με περισσότερους από 1.200 τάφους, η οποία έδωσε την ονομασία της στον πολιτισμό της πρώτης εποχής του σιδήρου που είχε διαδοθεί στην κεντρική Ευρώπη (ανατολική Γαλλία, Ελβετία, νότια Γερμανία, Βοημία, Αυστρία, βόρεια Γιουγκοσλαβία). Ο πολιτισμός αυτός ήκμασε κατά τον 7o και 6o αι. π.Χ. και αναπτύχθηκε πάνω στα ερείπια του παλαιού πολιτισμού των Πεδίων των Καλπών, αλλά με μεγάλη επίδραση του μεσογειακού κόσμου (ελληνικού και ετρουσκικού πολιτισμού της ανατολίζουσας και της αρχαϊκής περιόδου). Από τη βασικά αγροτική κοινωνία της εποχής των Πεδίων των Καλπών, εμφανίστηκε, κατά τα τέλη της περιόδου εκείνης και κυρίως κατά την εποχή του X., μια τάξη γαιοκτημόνων πολεμιστών, που γρήγορα μεταμορφώθηκε σε πραγματική αριστοκρατία. Αυτοί οι άρχοντες του βαρβαρικού κεντροευρωπαϊκού κόσμου ανέπτυξαν κυρίως εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με τον κλασικό κόσμο. Στα μέγαρά τους έφταναν αγγεία ζωγραφισμένα στα εργαστήρια της Αττικής, καθώς και χάλκινα αγγεία ελληνικά και ετρουσκικά. Οι μεγαλοπρεπείς τάφοι τους, με ξύλινους νεκρικούς θαλάμους, σκεπασμένοι με τύμβους από χώμα, ήταν κατά κάποιο τρόπο απομιμήσεις των αρχοντικών τάφων των Ετρούσκων· ακόμα και στην πολεμική τακτική οι λαοί αυτοί ακολούθησαν τα πρότυπα του μεσογειακού κόσμου: έτσι, όπως στην Ελλάδα τα έφιππα στρατεύματα του 7ου αι. αντικαταστάθηκαν από τους πεζούς οπλίτες με τον βαρύ οπλισμό, στους τάφους του X. οι πολυτελείς σαγές των αλόγων και οι μεγάλες σπάθες αντικαταστάθηκαν από ακόντια και μακριές λόγχες, κατάλληλες για πεζούς πολεμιστές, συντεταγμένους σε πυκνή τάξη. Η χειροτεχνική παραγωγή είχε, στον πολιτισμό του X., ουσιαστικά τοπικό χαρακτήρα, περιορισμένη όπως ήταν μόνο στις ηγεμονικές αυλές ή στον αγροτικό πληθυσμό μιας ορισμένης περιοχής. Οι γνησιότερες εκφράσεις των καλλιτεχνικών τάσεων του βαρβαρικού πολιτισμού του X. διαφαίνονται κυρίως στην αγγειογραφία με γραφικές ή χαρακτικές διακοσμήσεις των αγγείων, που διακρίνονται από το συμπιεσμένο ή πλατύ σχήμα τους, και στα ατομικά χάλκινα κοσμήματα (περιδέραια με πολλά εξαρτήματα, ογκώδη βραχιόλια, περιλαίμια και δαχτυλίδια, ζώνες από μετάλλινα ελάσματα λεπτά επεξεργασμένα με ανάγλυφες παραστάσεις κλπ.). Ο πολιτισμός του X. είχε στενές σχέσεις με τους διάφορους πολιτισμούς των γειτονικών χωρών και ιδιαίτερα με τους πολιτισμούς της κεντρικής και βόρειας Ιταλίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία, Άνω — (Ober Österreich). Κρατίδιο (11.979τ. χλμ., 1.382.017 κάτ. το 2000) της Αυστριακής Δημοκρατίας, στα σύνορα με την Τσεχία και τη Γερμανία. Το τοπίο είναι κυρίως ορεινό στα Β (Βοημικός Δρυμός) και στα Ν (Προάλπεις του Σάλτσμπουργκ), με ελαφρές… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

  • Λα Τεν — (La Tene). Τοποθεσία στη λίμνη της Νεσατέλ της Ελβετίας, όπου ανακαλύφθηκαν ίχνη ενός προϊστορικού οικισμού, ή μάλλον ενός τόπου λατρείας, με άφθονα μετάλλινα αντικείμενα, κυρίως όπλα. Παρόμοια αντικείμενα, ανάλογου σχήματος, βρέθηκαν στη Γαλλία …   Dictionary of Greek

  • Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”